ευμήκιστος

ευμήκιστος
εὐμήκιστος, -ον (Μ)
1. ψηλός
2. μακρύς, επιμήκης
3. πλατύς, ευρύχωρος, μεγάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μήκ-ιστος, ανώμαλος υπερθετικός τού μακρός (< μήκος κατά τα αίσχος > αίσχιστος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”